- περισκελίδας
- περισκελίςleg-bandfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάζωστρο — το [αναζώνω] περίδεσμος για τη συγκράτηση ενός μέλους τού σώματος ή περισκελίδας … Dictionary of Greek
βρακοπόδαρο — και βρακοπόδι, το το σκέλος της περισκελίδας, το μπατζάκι του παντελονιού … Dictionary of Greek
κυλότα — η 1. είδος στρατιωτικής περισκελίδας, φαρδιάς μέχρι τα γόνατα και στενής γύρω από την κνήμη 2. γυναικείο εσώρουχο, βρακί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. culotte] … Dictionary of Greek
μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… … Dictionary of Greek
ξεβράκωμα — το 1. αφαίρεση τού βρακιού, τής περισκελίδας 2. αποκάλυψη κακής πράξης, ξεσκέπασμα … Dictionary of Greek
περισκελίδα — η / περισκελίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος τού κορμού και χωριστά καθένα από τα δύο σκέλη, το πανταλόνι ή παντελόνι 2. φρ. α) «ανδρική περισκελίδα» το ανδρικό πανταλόνι β) «στρατιωτική περισκελίδα» i. μακρύ… … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek